- χαλυβοποίηση
- [-ις (-εως)] η производство стали
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαλυβοποίηση — η, Ν [χαλυβοποιώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαλυβοποιώ … Dictionary of Greek
χαλυβοποίηση — η η μετατροπή σίδερου σε χάλυβα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)